Αν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη του σχετική με την οφειλόμενη από αυτόν παροχή εργασίας, δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Συνέπεια της επίσχεσης είναι να καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης, ο οποίος, όσο διαρκεί η υπερημερία του, υποχρεούται να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του, σαν αυτός να εργαζόταν κανονικά.
Το δικαίωμα επίσχεσης χρησιμεύει προς εξασφάλιση της ανταπαίτησης του μισθωτού, ως έμμεσος δηλαδή εξαναγκασμός του δανειστή να εκπληρώσει την οφειλόμενη από αυτόν αντιπαροχή και για το λόγο αυτό, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξίωσής του αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επίσχεσης.
Σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του, που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στράτευση, αλλά σε άλλη αιτία, όπως σε επίσχεση, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζομένου να λύσει τη σύμβαση εργασίας.
ΑΠ 670/2018 Τμ. Β2ʼ Πολιτικό