Σε περίπτωση παράβασης του κανονισμού πολυκατοικίας από τον μισθωτή, έστω και αν αυτός έχει δεσμευθεί με το μισθωτήριο για την τήρησή του, δεν παρέχεται δικαίωμα στους λοιπούς συνιδιοκτήτες να στραφούν ευθέως εναντίον του, αφού η μίσθωση μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας δεν δημιουργεί συμβατικό δεσμό μεταξύ μισθωτή και συνιδιοκτησίας, αλλά πρέπει να στραφούν κατά του ιδιοκτήτη-εκμισθωτή αξιώνοντας από εκείνον να παύσει την (δια του μισθωτή) παράβαση του κανονισμού, οι ορισμοί του οποίου αποτελούν δεσμεύσεις αποκλειστικά των συνιδιοκτητών, επιλυτέες δικαστικώς κατά άρθρα 17 παρ. 2 και 647 επ. ΚΠολΔ (ΕΑ 5185 ΑρχΝ 34,78). Πολύ περισσότερο οι άνω συνιδιοκτήτες δεν νομιμοποιούνται να καταγγείλουν την μίσθωση και να αξιώσουν την αποβολή του μισθωτή από τη μίσθια οριζόντια ιδιοκτησία για παράβαση της συμφωνημένης τήρησης του κανονισμού, δικαίωμα που κατά το άρθρο 594 ΑΚ έχει μόνο ο εκμισθωτής. Εξάλλου η διάταξη του κανονισμού με την οποία, σε περίπτωση αδράνειας του ιδιοκτήτη-εκμισθωτή να ζητήσει την απόδοση του μισθίου από τον παραβιάζοντα τον κανονισμό μισθωτή, παραχωρείται το δικαίωμα αυτό στους λοιπούς ιδιοκτήτες, είναι ανίσχυρη, διότι με τον τρόπο αυτό μεταβιβάζεται το δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης, αφού η σχετική αγωγή επέχει θέση καταγγελίας (662 ΚΠολΔ), το οποίο λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα του δεν περιέχει αξίωση και συνεπώς δεν είναι δεκτικό μεταβίβασης αυτοτελώς με εκχώρηση. ΕφΑθ 8964/2000 ΕλΔ 42,482.